Στο δεύτερο μέρος του εν λόγω αφιερώματος αναφερθήκαμε αναλυτικά στην προέλευση των ονομάτων και των επωνύμων της Νάουσας και των Κρητών της Πάρου.

Στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με τα γενικότερα χαρακτηριστικά των παριανών επιθέτων.

Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε ακόμα μία φορά τους κ.κ. Δημήτρη Ν. Ντόλκα και Ιωάννη Βασιλειόπουλο , στο μεράκι των οποίων οφείλεται η διάσωση της ονοματολογίας της Πάρου. Αν θέλετε να δείτε αναλυτικά τα παριανά επίθετα (καθώς και την ιστορία τους) παρακαλώ επισκεφτείτε το paros-onomata.blogspot.com.

Πατριδωνυμιακά επίθετα

Όπως είναι γνωστό πολλά πατριδωνυμικά ονόματα εμφανίζονται στους τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας στην Πάρο για τον λόγο ότι πολλοί κάτοικοι άλλων μερών του ελληνικού χώρου είχαν καταφύγει στην Πάρο για ασφάλεια για να γλυτώσουν από αιχμαλωσίες και σφαγές των Τούρκων, αν και στην Πάρο, φωλιά των πειρατών, δεν υπήρχε η ανάλογη ησυχία. Όμως λόγω των αγαθών που παρήγε, μπορούσε να διαθρέψει χιλιάδες εποίκους και πρόσφυγες και προσφερόταν για σχετική ασφάλεια, τουλάχιστον στο εσωτερικό του νησιού. Έτσι έχουμε την παρουσία προσφύγων καταδιωγμένων από τους Τούρκους κυρίως, που στέριωσαν πια εδώ στο νησί, τους έμενε τελικά μόνο το πατριδωνυμικό τους, που πήρε τη θέση του επωνύμου, αφού πια είχε ξεχαστεί το πραγματικό τους επώνυμο (μερικοί πάντως πλάι στο γνήσιο επώνυμό προσθέτουν και το πατριδωνυμικό τους). Από την Πελοπόννησο, λοιπόν, ήρθαν οι Τριπολιτσιώτης, Μωραΐτης, Μονεβασιώτης, Κορωναίος, Αργίτης, Αναπλιώτης (Ναυπλιώτης) (ίσως και από το Ανάπλι της Κων/πολης)?, Τσιριγώτης κ.α., από την Κρήτη οι Κρητικός, Χανιώτης, Καντιώτης, Σφακιανός, Χειμώνας, Παρδάλης, Καστανιάς κ.α., από τη Μικρά Ασία οι Αϊβαλιώτης, Μαγνησιώτης (και Μαγνήσαλης), Βουρλιώτης, Σμυρναίος, Φωκιανός, Κυδωνιεύς, Αρτακηνός κ.α. και από άλλα μέρη οι Ανδριώτης, Αθηναίος, Αξιώτης, Τζιώτης, Πατινιώτης (από την Πάτινο- Πάτμο), Σάμιος, Μαυραγκάς, Πυργής, Συριωτης, Καρπαθιώτης, Μεσολογγίτης, Αιγινήτης, Μηλαίος?, Θηβαίος κ.α.

Εξελληνισθέντες Βενετοί

• Η πειρατεία, η ναυτιλία και η καλλιέργεια της γης σύντομα διαμόρφωσαν όπως σημειώνεται κάπου μια ντόπια τάξη ολιγαρχίας, στην οποία προσχώρησαν και οι εξελληνισθέντες παλαιοί Βενετοί φεουδάρχες. Εμφανίζονται δηλαδή οι αρχοντικές οικογένειες, που διέθεταν αρκετή κτηματική περιουσία, χρήματα, καράβια, ανεμόμυλους, μοναστήρια και αξιώματα, όπως Μαυρογένη, Κονδύλη, Κρίσπη, Γεράρδη, Βατιμπέλα, Κορτιάνου, Μαλατέστα, Δελαγραμμάτη, Καμπάνη κ.α.

Φυγή Αθηναίων και Αρβανιτών προς τις Κυκλάδες

• Στο τέλος του 16ου Αιώνα σημειώνεται μια σημαντική κίνηση φυγής κατοίκων της Αττικής σ’ ανεύρεση καλύτερων συνθηκών. Οι κάτοικοι αυτοί ανήκαν σε αθηναϊκές και αρβανίτικες οικογένειες, πολλές από τις οποίες είχαν καταφύγει στην Άνδρο (100 περίπου οικογένειες), στη Σύρο και σ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων.

1746, πρόσκληση για μόνιμη εγκατάσταση.

Απόφαση του κοινού της Παροικιάς στις 8 Μαρτίου 1746, για μετάκληση ξένων στο νησί, εξουσιοδοτούν τον καραβοκύρη Ιωάννη Λαγγούση να προσκαλέσει όσους κατοίκους άλλων μερών της Ελλάδας θα ήθελαν να εγκατασταθούν οικογενειακώς στο νησί τους. Σε όσους δέχονταν υποσχόντουσαν μειωμένη φορολογία και άλλες διευκολύνσεις, όπως κατοικίες, χωράφια κ.α.

Αϊβαλιώτικες Οικογένειες

• Το 1814, στον πρώτο εκδιωγμό των Ελλήνων της περιοχής του Αϊβαλίου από τους Τούρκους, φτάνουν στην Πάρο πολλές προσφυγικές οικογένειες, κυρίως στην περιοχή της Νάουσας. Επίθετα όπως, Αϊβαλιώτης, Κυδωνιέυς, Μπάλιος, Μαλαματένιος κλπ.. έχουν Αίβαλιώτικη καταγωγή. Ο Δημητρακόπουλος στους λόγους που εκφωνεί, απευθύνει χαιρετισμό λέγοντας… Παριανοί και Αϊβαλιώτες.

Κατέφυγαν Αϊβαλιώτες πρόσφυγες για να διασωθούν από την σφαγή και την καταστροφή των Κυδωνιών (Αϊβαλί) οι οποίοι κατέφυγαν στα νησιά και πολλοί στην Πελοπόννησο, κατασκηνώνοντας στην πεδιάδα του Άργους.

Οικογένειες από Χίο, Κάσο και Ψαρά

Μετά τις καταστροφές από τους Τούρκους της Χίου το 1822, της Κάσου και των Ψαρών το 1824, εκατοντάδες πρόσφυγες κατακλύζουν το νησί της Πάρου. Αρκετές από αυτές τις οικογένειες μνημονεύονται μέχρι σήμερα.

Η άφιξη προσφύγων από τα νησιά διαταράσσουν την κατά παράδοση ζωή των παριανών, με σχετικές παρενέργειες (αναταραχές, συγκρούσεις, λεηλασίες, πειρατείες κ.α) Δίνουν όμως ένα ζωηρό και γρήγορο παλμό στη ζωή τους, τους κρατούν σε διαρκή κίνηση, γονιμοποιούν τις σκέψεις τους, εξελίσσουν ακόμα περισσότερο την πολιτική τους ωριμότητα.

Τέτοιες οικογένειες στην Πάρο είναι οι:

Ψαρά: Λεοντής, Χρυσάκης, Καμπούρης.

Χίος: Ταντάνης ή Τατάνης, Πυργής, Γαϊτανόπουλος, Κανίρης, Κάππαρης (Κάπαρης), Μπαρμπόνης, Μονιός, Χίος, Βρανάς, Ζερβουδάκης, Θαλασσινός, (Ίσως Σαρρής), Σκαραμαγκάς, Σκούρτος ή Σκουρταίος,

Κάσος: Κασιώτης ή Κασώτης

κ.α.

Να σημειωθεί ότι όσες από αυτές τις οικογένειες δεν έμειναν στην Πάρο, κατέφυγαν στη Σύρο και στην Αττική κατά κύριο λόγο αλλά και στην υπόλοιπη επικράτεια.

Κυκλαδίτες στην Σύρο

Η Σύρος, ως βιομηχανική περιοχή αλλά και εμπορικό κέντρο στα τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα, έλκυσε πολλούς Κυκλαδίτες, είτε για να ασχοληθούν με το Εμπόριο, είτε ως εργάτες αλλά και ως επιστήμονες. Πολλές από αυτές τις οικογένειες μαραμένους ως και σήμερα, βλέπε Σταματελάκης, Ραγκούσης, Φράγκος, Αλιφιέρης, Αρκουλής, Βελέντζας, Μαύρης κ.α. από Πάρο, Χάλαρης, Βάλβης, Μπάϊλας κ.α. από Σαντορίνη κλπ

Εθνικά Επίθετα

Σύμφωνα με τον Διόνυσο τον Θράκα, (εκδ.G Uhling) (εθνικόν έστιν το έθνους δηλωτικόν, ως Φρύξ, Γαλάτης) τα ονόματα αυτά που σχηματίζονται από ονόματα χωρών πόλεων κλπ. Από τα κλασικά χρόνια και αργότερα μεγάλη χρήση των εθνικών ονομάτων: Εκαταίος ο Μιλήσιος, Απολλώνιος ο Τυανεύς Κόιντος ο Σμυρναίος κλπ.

Τα βυζαντινά παρωνύμια που προϋποθέτουν εθνικό όνομα συγκαταλέγονται ανάμεσα σε άλλα και τα εξής: Αρμενιάκος, Βούλγαρος, Καππαδόκης, Φράγκος, Καλυβίτης (Τα νεοελληνικά εθνικά επώνυμα σχηματίζονται συνήθως με αρχαιοελληνικά η αρχαιότερης καταγωγής επιθήματα και σπανιότερα με ξένα:

Αθηναίος, Θηβαίος, Κερκυραίος, Μυτιληναίος. -ανός/ιανός Αμοργιανός (Αμοργός), Καλαματιανός, Κουταλιανός (Βενετσιάνικα η ιταλικά είναι τα επιθέματα -άνος/-ιάνος και -έζος: Βενετσιάνος, Πρεβεζάνος, Σισιλιάνος, Γενοβέζος. Σλαβικό είναι το -ιάνος στα Βοστιτσιάνος, Ζαβιτσ(ι)άνος, λατινικό στο Σακαριτσιάνος (Σακαρέτσι Βάλτου)κλπ.

Τούρκικο είναι το επίθεμα -λής /λης:Βελεστινλής, Κοκοσλής (Κοκόσι =Κιλκίς) Δράμαλης, Κόνιαλης (Κόνια =το Ικόνιο) , Μπρούσαλης και Προύσαλης (Προύσα).

Ορισμένα από τα εθνικά πού προσδιορίζουν ξένους λαούς που ήλθαν σε επαφή με τους Έλληνες μπορεί να ήταν αρχικά παρατσούκλια:Αλαμάνος (Αλαμανούς του Βυζαντίου, Γεφύρι της Αλαμάνας κλπ), Αμερικάνος, (Έλληνας μετανάστης από την Αμερική), Ατζέμης (Πέρσης), Βούλγαρος / Βούλγαρης (μεσαιωνικό Βούλγαρης «βυρσοδέψης, επεξεργαστής η πωλητής δέρματος» που δήλωσε και το έθνος των Βουλγάρων ως παραγωγών και εξαγωγέων δέρματος), Γερμανός (σημαίνει και ξανθός), Εγγλέζος/Ιγγλέζης, Ζείμπέκος (τουρκικό φύλο στα περίχωρα της Σμύρνης), Καραγκούνης (κάτοικος του θεσσαλικού κάμπου), Καρακατσάνης,-ος (Σαρακατσάνος).

Εθνικό ως επώνυμο μπορεί να προκύψει με την προσθήκη ενός -ς σ ένα τοπωνύμιο Αϊδίνης, Βαλαώρας, Γκούρας (Γκούρα Φθιώτιδος), Γρανίτσας (Γρανίτσα Ιωαννίνων) κλπ.

Επαγγελματικά

Δήλωναν αρχικά επάγγελμα η αξίωμα , αλλά γρήγορα καθιερώθηκαν ως επώνυμα, καθώς διευκόλυναν τη διάκριση ατόμων με το ίδιο όνομα σε κλειστές ιδίως κοινωνίες. Εκφέρονται κανονικά στην ονομαστική (Αμπελάς, Γούναρης ) και σπάνια στη γενική (Ιατρού, Οικονόμου).

Τα επαγγελματικά ονόματα εμφανίζονται ήδη από τα αρχαία χρόνια (Αιπολός, Βουκόλος, Ακέστωρ «γιατρός», Ναυπηγός και πολλαπλασιάζεται στα βυζαντινά χρόνια :Αμπελάς, Λαχανάς, Ζωναράς, Καμπανάρης, Γραμματικός, Παλαιολόγος «που ασχολείται με τα παλιά».

Μια μεγάλη κατηγορία βυζαντινών επαγγελματικών ονομάτων περιλαμβάνει ονόματα κοσμικών και εκκλησιαστικών αξιωμάτων:

Δομέστικος, Δούκας, Λογοθέτης, Νοταράς, Σχολάριος «σωματοφύλακας του αυτοκράτορα». Αρκετά από τα βυζαντινά επαγγελματικά που προσδιορίζουν εκκλησιαστικά αξιώματα διατηρήθηκαν έως σήμερα είτε ως αξιώματα είτε ως επώνυμα χάρη στην εκκλησιαστική παράδοση: Δομέστιχος, Έξαρχος, -άκος, -ίδης, -όπουλος, Ευταξίας (ο επί «της ευταξίας» της εκκλησίας).

Τα πιο συνηθισμένα παραγωγικά επιθήματα για τον σχηματισμό των νεοελληνικών επαγγελματικών είναι τα -άρης και ας. -άρης: Αρκουδάρης, Γελαδάρης. -ας Ασβεστάς, Βαγενάς (βαρελάς).

Τα περισσότερα από τα ξένα επαγγελματικά που πέρασαν στη γλώσσα μας έχουν τούρκικη καταγωγή:

Αλμπάνης -οπουλος και Ναλμπάνης (nalbant πεταλωτής). Ορισμένα από τα επαγγελματικά τουρκικής προέλευσης δηλώνουν αξίωμα:Βεζίρης, Δερβέναγας, Ζαΐμης, Κεχαγιάς.

Το παραγωγικό επίθημα των επαγγελματικών τουρκικής αρχής είναι το -τζής /-τσής (-ξής ), Αλτιντζής -όγλου, (altinci χρυσοχόος), Πεσμαζόγλου (pestamalci κατασκευαστής και πωλητής πετσετών μπάνιου).

Από τα ξένα επιθέματα επαγγελμάτων εκπροσωπούνται με περιορισμένα παραδείγματα τα ιταλικά -iere (Καροτσιέρης ,Κασιέρης , Μπαρμπέρης.κλπ) και -oro (Σπαγγαδόρος).

Παρονύμια-Παρατσούκλια

Αποτελούν το κύριο όγκο των επωνύμων και προέρχονται από χαρακτηρισμούς των παρονομαζομένων που βασίζονται, σε σωματικές, πνευματικές, ηθικές και άλλες ιδιότητες. Ο Μ. Τριανταφυλλίδης χρησιμοποιεί τον όρο παρατσούκλι.

Την λέξη Παρωνύμιο την συναντάμε και σαν πινόμι, πινομή, παραγκώμι, προσονείδιν (ποντιακό), Περιγέλιο, σουσούμι κλπ.

Οι βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν τις εκφράσεις: την κλήσιν, την επίκ-λησιν, το επίκλην, τουπίκλην, την επωνυμία, το επώνυμον, την προσηγορία, τούνομα έχων παρωνύμιο φέρων κλπ.

Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούν για το παρωνύμιο τον όρο επίθετον.

Το παρωνύμιο ορίζεται από τον Διονύσιο τον Θράκα ως εξής: «παρώνυμον Δε έστι το παρ’ όνομα ποιηθέν, οίον θέων» Τα αρχαία παρωνύμια αναφέρονται σε σωματικές ιδιότητες (Γάστρων, Γνάθων, Δόναξ, Κεφάλων, Μέτωπος.) Σε ψυχικές ιδιότητες: (Δέξιος, Μαργίτης, Βίαιος, Πράος κ.α.) σε παρομοιώσεις με ζώα: (Αμνός, Γρύλος, Δράκων, Ιέραξ, Μέλισσος κ.α.) και φυτά: (Άλατος, Καρδάμα, Κρόκος, κ.α.) στην ημέρα της γέννησης (Ανθεστήριος, Λήναιος, Πανιώνιος, Σωτήριος κ.α.)

Στα βυζαντινά χρόνια και ιδιαίτερα από τον 9ον αιώνα και εξής δημιουργούνται πολλά παρωνύμια που χρησιμοποιούνται ως βυζαντινά και νεοελληνικά οικογενειακά ονόματα: Γρηγόριος ο Πτερωτός, Βάρδας ο Πλατυπόδης, Βασίλειος ο Πετεινός κ.α. Πολύ γνωστά βυζαντινά παρωνύμια είναι λ.χ. τα: Βαρβάτος, Μυστάκων, Μουρζουφλός.

Η κατάταξη των παρωνυμίων γίνεται με τα εξής κριτήρια:

1. Σωματικές ιδιότητες: Βεργής, Βραχνός, Ζερβός, Καμπούρης κ.α.

2. Ψυχικές, πνευματικές, ηθικές και άλλες ιδιότητες: Αγέλαστος, Βιαστικός, Θλιμμένος, Κοιμήσης, Λεβέντης, Τεμπέλης, Κατεργαράκος, Νταής, Νυστάζος κ.α.

3.Παρομοιώσεις με ζώα: Αλεπουδέλης, Γάτος, Ζυγούρης, Λύκος, Ποντίκης, Τσάκαλος, Γκιόνης, Κίρκος κ.α.

4. Παρομοιώσει με φυτά: Βλιτάς, Γαρούφαλος, Καρπουζάς, Πιπέρης, Ρεβίθης κ.α.

5. Αντικείμενα καθημερινού βίου. Βελέντζας, Δακτυίδης, Κουλούρας, Λαγάνας, Ταγάρης κ.α.

6. Καιρός και χρόνος: Βοριάς, Γρέκος, Σορόκος, Κατσιφάρας, Χιόνης κ.α.

7. Συγγένεια και ηλικία: Αφεντάκης, Εγγονόπουλος, Κανακάρης, Ορφανός, Παπούλιας, Πατέρας –άκης.

8. Φράσεις (που συνήθιζε ο παρονομαζόμενος, Καλλιώρας, Καλώστος, Καληνύχτας, Σιαπέρας κ.α.

Ονόματα από τις διάφορες ελληνικές διαλέκτους.

Αμαντος =(Χίος, άμαντος= μαμμόθρεφτος), Βώκος (ποντιακό βώκος =ηλίθιος), Ζυβρακάκης (Κρήτη ζυμπραγός < αρχ. πάταικος), Ροίδης (ρόγι δοχείο με στενό άνοιγμα), Σαχτούρης (μεσν. σακτούρα –είσος καϊκιού), Συγγρός (διαλ.τσιγρός- αδύνατος, αρρωστιάρης), Τσουδερός (Κρήτη, τσουρίζω= τσουτσουρίζω, Χουρμούζης (χουρμούζη= είδος μαργαριταριού από το νησί Χορμούζ στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Τούρκικα. Ασλάνης, -ιδης, -ογλου Αρβανίτικα. Κέπας =κρεμμύδι, Κριεζής= μαυροκέφαλος, Κριεκούκης= κοκινοκέφαλος, Λέπουρας= λαγός, Μπούκουρας= όμορφος, Μπούρας= γενναίος, Σκούρτης= κοντός, Τσάλας = κουτσός, Φουρίκης = κοτέτσι.

Βλάχικα Γκίζας = μυζήθρα, Δάλας = ξινόγαλο, Μπίμπας = πάπια, Πίσας = γάτα, Σούρδος = κουφός - βλάκας, Τσάρας = γη

Ο μεταπλασμός του λέων/Λέων σε λέος-λιός/Λιός

• Για τον μεταπλασμό του λέων/Λέων σε λέος-λιός/Λιός. Στην Πάρο κύρια ονόματα Παντελέος (σημ. Παντελαίος και Παντελέων), Κοντολέος (από το επών. Κοντολέων), Αρκολέος, σήμερα Αρκουλής (από το Αρκολέων) και ους. αρχός (από το άρχων).