Στις έξι, όταν ο αέρας ακόμη μυρίζει νύχτα, «ώρα για περπάτημα». Στην διαδρομή «απλώνονται» παντού εργάτες, πρόσωπα από άλλους τόπους, άλλες ιστορίες, άλλες αφετηρίες.
Άνθρωποι που πάνε να χτίσουν σπίτια που δεν θα κατοικήσουν, που «έφυγαν» από τα δικά τους για να στήνουν τοίχους και να ανοίγουν παράθυρα γι άλλους.
Τα πάντα κινούνται στη «ζώνη του λυκόφωτος». Στην Πάρο, αυτό το «πάντα» εδώ και δεκαετίες «τρέχει» ακατάπαυστα.
Η μεγάλη τουριστική άνοιξη του νησιού, πενήντα και πλέον χρόνια πριν, έφερε ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας.
Ήρθαν με όνειρα, ελπίδες και για κάποιους από την πρώτη τους μέρα εδώ, ήταν οι «ξένοι».
Κι όμως, αυτοί οι «ξένοι» ρίζωσαν, έφτιαξαν σπίτια, επιχειρήσεις, οικογένειες.
Έγιναν μέρος της ψυχής του τόπου, έγιναν κι αυτοί «ντόπιοι».
Σήμερα, άλλοι φτάνουν.
Επαγγελματίες, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες, μετανάστες από κοντινούς και μακρινούς τόπους.
Και πάλι, ακούς κάποιους να τους βρίζουν και να τους κοιτούν με δυσπιστία.
Τους αποκαλούν εισβολείς, κερδοσκόπους, περαστικούς... «ξένους».
Το ίδιο στραβό βλέμμα στρέφεται και στους οικονομικούς μετανάστες, που πολλές φορές έφυγαν από ακόμη πιο δύσκολες πραγματικότητες, αναζητώντας όχι περιουσία, αλλά αξιοπρέπεια.
Αυτοί που κρίνουν και κατηγορούν είναι οι οπαδοί μιας κοινωνίας κλειστής, αυτάρκους και φοβικής και μιας ψευδαίσθησης ασφάλειας που έχει τις ρίζες της στον φόβο του διαφορετικού.
Δεν υπάρχει κοινωνία που να προόδευσε υψώνοντας τείχη αντί για γέφυρες.
Ο πρωτόγονος άνθρωπος εξελίχθηκε μεταναστεύοντας.
Αν δεν μετακινούνταν, θα είχε σβήσει.
Κάθε πολιτισμός γεννήθηκε στη συνάντηση, όχι στην απομόνωση.
Οι πρώτες πόλεις έγιναν πλούσιες από το εμπόριο, από την ανταλλαγή, από το άνοιγμα.
Η ανοιχτή κοινωνία δεν είναι μια αφηρημένη ιδέα ούτε μια ρομαντική υπεραπλούστευση.
Είναι η αναγνώριση μιας βαθιάς ανθρώπινης αλήθειας, ότι ο κόσμος μας μεγαλώνει κάθε φορά που αφήνουμε χώρο για τον άλλον.
Έτσι και για ένα νησί, για μια κοινωνία, για έναν λαό…
Η ζωντάνια του μετριέται από τα πρόσωπα που φτάνουν κι εκείνα που τελικά μένουν.
Η Πάρος, όπως κάθε τόπος που θέλει να συνεχίσει να αναπνέει δημιουργικά, έχει ανάγκη από ανοιχτές πόρτες και ανοιχτά βλέμματα.
Η κλειστή κοινωνία αρνείται την ίδια της τη μοίρα, δηλαδή να αλλάζει, να εξελίσσεται, να προχωρά.
Ο Καμί έγραψε πως «η ελευθερία είναι ένα συνεχές άνοιγμα».
Ίσως, λοιπόν, η μεγαλύτερη πράξη ωριμότητας ενός τόπου είναι να αγκαλιάσει «εκείνους που έρχονται».
Και τελικά, να θυμηθούμε κάτι απλό…
Όλοι κάπου αλλού ανήκαμε κάποτε.
Όλοι είμαστε, σε κάποιον τόπο και σε κάποια στιγμή, «ξένοι».
Κι αν ο κόσμος έγινε καλύτερος, ήταν επειδή κάποιος άνοιξε μια πόρτα και κάποιος άλλος τόλμησε να περάσει.
